- αρτοποιητικός
- η , ό[ν] хлебопекарный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρτοποιητικός — ἀρτοποιητικός, ή, όν (AM) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρτοποιία 2. ως ουσ. αρτοποιητική η αρτοποιία … Dictionary of Greek